- δημοσιονομικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημοσιονομία: Η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης δέχεται πολλές κριτικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.